- ροφός
- οτο ψάρι ορφός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ροφός — (epinephehus guaza). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των σερρανιδών, της τάξης των περκόμορφων. Ο ρ., που είναι κοινός στη Μεσόγειο, αλλά κάνει την εμφάνισή του και σε εκτεταμένες παράκτιες ζώνες των τριών ωκεανών, ζει κυρίως στις ανωμαλίες του… … Dictionary of Greek
αχάρνας — ἀχάρνας, ου και ἄχαρνος, ου και ἀχαρνώς, ώ (Α) ονομασία ψαριού, ο ροφός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. λόγω του συμπλέγματος ρν το οποίο είναι προελληνικό επίθημα και απαντά σε λέξεις που είναι συνήθως δάνεια (πρβλ. σμύρνα, κόθορνος,… … Dictionary of Greek
επινέφελος — ο (Α ἐπινέφελος, ον) νεοελλ. γένος ακανθοπτερύγιων ιχθύων, τού οποίου αντιπροσωπευτικό είδος είναι ο επινέφελος ο γίγας, κν. ροφός αρχ. 1. συννεφιασμένος, νεφελώδης 2. θολός («ἐπινέφελον oὖρov», Ιπποκρ.) 3. (για άνεμο) αυτός που συγκεντρώνει τα… … Dictionary of Greek
ορφός — ο (ΑΜ ὀρφώς και ὀρφῶς και ὄρφος και ὀρφός) το ψάρι ροφός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρά τις δυσερμήνευτες μορφολογικές διαφορές, η λ. ὀρφός / ὀρφώς συνδέεται με τις λ. ὄρφνη «σκοτάδι», ὀρφνός «σκούρος», λόγω τού σκούρου φαιού χρώματος τού ψαριού αυτού. Ο τ. ὀρφ… … Dictionary of Greek
ρουφός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο «απόστολος εκ των Ο’». Ρωμαίος, συνεργάτης του απόστολου Παύλου, για τον οποίο αυτός γράφει «Aσπάσασθαι Ρούφον, τον εκλεκτόν εν Κυρίω καί τήν μητέρα αυτού και εμού». (Προς Ρωμαίους 15’ 13).… … Dictionary of Greek
srebh-, sr̥bh- and serbh- (*ghreb-) — srebh , sr̥bh and serbh (*ghreb ) English meaning: to sip, swallow Deutsche Übersetzung: ‘schlũrfen” Material: Arm. arbi (*sr̥bh ) “I trank”, arb “Zechgelage”; Gk. ῥοφέω (Ion. ῥυφέω) ‘schlũrfe” (also ῥόφειν EM.), ῥοπτός… … Proto-Indo-European etymological dictionary